ξεκωλιάζω

ξεκωλιάζω
βλ. ξεκωλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκωλιάρης — α, ικο {ξεκωλιάζω] (υβριστικά) αυτός που τόν ξεκώλωσαν …   Dictionary of Greek

  • ξεκωλώνω — και ξεκωλιάζω 1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”